Greekatlas

Άδης ή Πλούτωνας

Θεός Άνδρας Άδης| α(στερητικό)+ ορἀω-ω| ο αόρατος Πλούτων|πλούτος

Ο Άδης ήταν ένας από τους τρείς αδερφούς, Άδη, Ποσειδώνα και Δία, που μοιράστηκαν μετά απο κλήρωση την περιουσία του πατέρα τους Κρόνου.Στον Άδη έλαχε η βασιλεία των νεκρών και του κάτω κόσμου.Είναι ένας Θέος τρομερός που προκαλεί φόβο στους αρχαίους, σε σημείο, να αποφεύγουν, να αναφέρουν μέχρι και το όνομα του.Όμως επηρεάζει και τους ζωντανούς αφου επιβλέπει την τήρηση των κανόνων της δικαιοσύνης και εκδικείται τους επίορκους.Όμως ο τρομερός θεός αυτός μεταβάλλεται σε έναν θεό ευεργέτη μέσω της ευφορίας που σκορπάει στην γη, τον Πλούτωνα.Η μεταβολή αυτή αποδίδεται κυρίως στα Ελευσίνια μυστήρια καθώς και στις σχέσεις Άδη και Περσεφόνης.

Αρχαίο Κείμενο
ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΠΛΟΥΤΩΝΑ Ὦ τὸν ὑποχθόνιον ναίων δόμον, ὀβριμόθυμε, Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ, Ζεῦ χθόνιε, σκηπτοῦχε, τάδ' ἱερὰ δέξο προθύμως· Πλούτων, ὃς κατέχεις γαίης κληῖδας ἁπάσης, πλουτοδοτῶν γενεὴν βροτέην καρποῖς ἐνιαυτῶν. ὃς τριτάτης μοίρης ἔλαχες χθόνα παμβασίλειαν, ἕδρανον ἀθανάτων, θνητῶν στήριγμα κραταιόν· ὃς θρόνον ἐστήριξας ὑπὸ ζοφοειδέα χῶρον, τηλέπορον τ', ἀκάμαντα, λιπόπνοον, ἄκριτον Ἅιδην, κυάνεόν τ' Ἀχέρονθ', ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης. ὃς κρατέεις θνητῶν θανάτου χάριν, ὦ πολυδέγμων Εὔβουλ', ἁγνοπόλου Δημήτερος ὅς ποτε παῖδα νυμφεύσας λειμῶνος ἀποσπαδίην διὰ πόντου, τετρώροις ἵπποισιν ὑπ' Ἀτθίδος ἤγαγες ἄντρον δήμου Ἐλευσῖνος, τόθι περ πύλαι εἴσ' Ἀίδαο. μοῦνος ἔφυς ἀφανῶν ἔργων φανερῶν τε βραβευτής, ἔνθεε, παντοκράτωρ, ἱερώτατος, ἀγλαότιμε, σεμνοῖς μυστιπόλοις χαίρων ὁσίοις τε σεβασμοῖς ἵλαον ἀγκαλέω σε μολεῖν κεχαρηότα μύσταις. ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΩΝΑ Ω εσύ που κατοικείς τον υπογήινον οίκο, γενναιόψυχε, τον βαθύσκιο κι άφεγγον Ταρτάριο λειμώνα, χθόνιε Ζεύ, σκηπτούχε, πρόθυμα δέξου τούτες τις θυσίες, ω Πλούτων, που κρατείς τις κλείδες όλης της γης, πλουτίζοντας το ανθρώπινο γένος μ’ ετήσιους καρπούς. Που σού’λαχε μερίδιο τρίτο η παμβασίλισσα γη, έδρα των αθανάτων, κραταιό στήριγμα θνητών. Εσύ που στήριξες το θρόνο κάτω απ’ τον ζοφώδη χώρο και μακρινό, ακατάβλητο, τον άπνου, τον ψυχρόν Άδη και τον μαύρο Αχέροντα, που κατέχει τα βάθρα της γης. Εσύ που εξουσιάζεις τους ανθρώπους χάρη στο θάνατο, ω πολυδέκτη, Ευβουλέα, που κάποτε συ την κόρη της αγνής Δήμητρας την αρπαγμένη απ’ το λιβάδι αφού νυμφεύθηκες οδήγησες μέσα απ’ τη θάλασσα με όχημα τετράϊππο στο σπήλαιο της Ατθίδος του δήμου Ελευσίνας, όπου και είναι οι πύλες του Άδη. Μόνον εσύ εγεννήθης βραβευτής έργων αφανών και φανερών, θεόπνευστε, παντοκράτορα, ιερώτατε, λαμπρότιμε, που χαίρεσαι με τους σεμνούς ιερουργούς και με τις όσιες λατρείες. Εσέ ξανακαλώ φιλεύσπλαχνος χαρούμενος νάρθεις στους μύστες.
Γονείς
Ζευγάρωμα
Aιώνας
3η Απώτερο παρελθόν